- περίτροπος
- περίτροπ-ος (proparox.), ον,A turned round, whirled round, κίνησις π. rotatory motion, prob.l. in Plu.Lys.12 : Subst. [full] περιτρόπου· ἴλιγγος, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περίτροπος — ον, Α [περιτρέπω] αυτός που περιστρέφεται, που στριφογυρίζει … Dictionary of Greek
περιτρόπου — περίτροπος turned round masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτρόπους — περίτροπος turned round masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτροπικός — ή, ό, Ν ο εκ περιτροπής, αυτός που γίνεται με κανονική εναλλαγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίτροπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek